- φυσιοδιφικός
- -ή, -όαυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο έργο του φυσιοδίφη (βλ. λ.), που είναι του φυσιοδίφη: Φυσιοδιφικές έρευνες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φυσιοδιφικός — ή, ό, Ν [φυσιοδίφης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον φυσιοδίφη … Dictionary of Greek